μεταγωγή

μεταγωγή
η (Α μεταγωγή) [μετάγω]
μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση
νεοελλ.
1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές
2. το σύνολο τών χειρισμών που απαιτούνται για την αντικατάσταση ενός τηλεπικοινωνιακού μηχανήματος από ένα άλλο όμοιό του
3. (ηλεκτρολ.) μετατροπή τής συνδεσμολογίας και, κατά συνέπεια, τής λειτουργικότητας, ενός ή περισσότερων ηλεκτρικών κυκλωμάτων με την αποκατάσταση ή τη διακοπή κάποιων επαφών τους
4. βιολ. μηχανισμός γονιδιακού συνδυασμού στα βακτήρια, κατά τον οποίο τμήματα χρωματοσώματος ενός βακτηρίου μεταφέρονται σε άλλο, αφού πρώτα προσκολληθούν στο χρωματόσωμα ενός βακτηριοφάγου
5. μεταφορά υπό συνοδεία φρουρών από τόπο σε τόπο ενός προσώπου που βρίσκεται υπό κράτηση
6. φρ. «τμήμα μεταγωγών
αστυνομικό κατάστημα στο οποίο προσάγονται προσωρινά οι κρατούμενοι προκειμένου να μεταφερθούν από έναν χώρο ή τόπο κράτησης σε άλλο ή κατά τη μεταφορά τους από τις φυλακές στο δικαστήριο και αντιστρόφως
αρχ.
1. μεταβολή, μετάβαση
2. φρ. «μεταγωγαί πραγμάτων
(ρητ.) ρητορικός τρόπος κατά τον τρόπο κατά τον οποίο ένα πράγμα εξετάζεται και διασαφηνίζεται από διάφορες απόψεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταγωγή — removal fem nom/voc sg (attic epic ionic) μεταγωγός shifting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγή — η η μεταφορά από ένα μέρος σε άλλο, συνήθως με τη συνοδεία αστυνομικών: Η μεταγωγή των κατηγορουμένων στο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταγωγῇ — μεταγωγῆι , μεταγωγεύς masc dat sg (epic ionic) μεταγωγή removal fem dat sg (attic epic ionic) μεταγωγός shifting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγαῖς — μεταγωγή removal fem dat pl μεταγωγός shifting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταγωγήν — μεταγωγή removal fem acc sg (attic epic ionic) μεταγωγός shifting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • μεταγωγικός — ή, ό (Μ μεταγωγικός, ή, όν) [μεταγωγή] ο ικανός ή κατάλληλος να μεταφέρει, μεταφορικός («μεταγωγικό σώμα») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό μεταφορικό μέσο, κυρίως τού στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για …   Dictionary of Greek

  • metagoge — (Del gr. metagoge, traslación.) ► sustantivo femenino LINGÜÍSTICA, RETÓRICA Figura o tropo que consiste en aplicar palabras propias de cualidades o propiedades de los sentidos a objetos inanimados. * * * metagoge (del gr. «metagōgḗ», traslación)… …   Enciclopedia Universal

  • θερμοσίφωνας — Ηλεκτρική συσκευή που ζεσταίνει και παρέχει επιτόπου ορισμένο όγκο νερού και είναι χρήσιμη για οικιακές ή παρεμφερείς χρήσεις. Οι θ. είναι δυνατόν να θερμαίνονται με στερεά, υγρά ή αέρια καύσιμα (ξύλα, κάρβουνα, πετρέλαιο, φωταέριο κλπ.), αλλά οι …   Dictionary of Greek

  • καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”